Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012


ρως ποτ’ ν όδοισι κοιμωμένην μέλιτταν
οκ εδεν, λλ’ τρώθη. τν δάκτυλον παταχθες
τς χειρς λόλυξε, δραμν δ κα πετασθες
πρς τν καλν Κυθήρην «λωλα, μτερ», επεν,
«λωλα κποθνσκω· φις μ’ τυψε μικρς
πτερωτός, ν καλοσιν μέλιτταν ο γεωργοί.»
δ’ επεν· « ε τ κέντρον πονες τ τς μελίττας,
πόσον δοκες πονοσιν, ρως, σους σύ βάλλεις;»


Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάει 
μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει. 
Το δάχτυλό του πόνεσε, οδύρεται και κλαίει 
στη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει: 
«Μάνα μου, πάει…, χάνομαι, με τσίμπησε, μανούλα 
φίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλα.» 
Κι εκείνη του ’πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει, 
το βέλος σου πόσο πονεί, αυτόν που αγαπάει;…»
ΑΝΑΚΡΕΩΝ,35 ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ